ακριβοκοιτάζω
Смотреть что такое "ακριβοκοιτάζω" в других словарях:
ακριβοκοιτάζω — περιποιούμαι, φροντίζω πολύ για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κοιτάζω] … Dictionary of Greek
ακριβοκοιτάζω — περιποιούμαι, φροντίζω πολύ για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κοιτάζω] … Dictionary of Greek